Γράφει η Μαριάνα Συμεωνίδη, Geopolitico.gr
Σε πρόσφατο τουρκικό δημοσίευμα, η εφημερίδα Sözcü επέκρινε δριμύτατα την ανέγερση μνημείου αφιερωμένων στη Γενοκτονία των Ποντίων στη Μυτιλήνη, χαρακτηρίζοντάς το ως «δήθεν μνημεία γενοκτονίας», αναδεικνύοντας για ακόμη μία φορά πώς η ιστορική μνήμη και η παρουσία της στον δημόσιο χώρο μπορούν να γίνουν πεδίο αντιπαράθεσης ισχύος και γεωπολιτικής επιρροής.

Η Μυτιλήνη προχώρησε στην ανέγερση μνημείου αφιερωμένου στον Ποντιακό Ελληνισμό, ύστερα από την πρωτοβουλία της Ένωσης Ποντίων και Φίλων Ποντίων Μυτιλήνης και τη στήριξη της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Το μνημείο, που θα τοποθετηθεί στην ιστορικά φορτισμένη περιοχή της Επάνω Σκάλας, έρχεται να συμβολίσει τη συνέχεια της μνήμης των ξεριζωμένων, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την πολιτισμική διπλωματία των νησιών του Αιγαίου απέναντι στην τουρκική προπαγάνδα.
Η χρήση του “sözde” για την απονομιμοποίηση της γενοκτονίας
Η τουρκική πλευρά συστηματικά χρησιμοποιεί τον όρο “sözde” («δήθεν» στα ελληνικά) όταν αναφέρεται στη Γενοκτονία των Ποντίων ή σε συναφή μνημεία και εκδηλώσεις μνήμης, επιχειρώντας έτσι να υπονομεύσει την εγκυρότητα των αποδεδειγμένων ιστορικών γεγονότων.
Στο άρθρο της Sözcü, γράφεται χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα αποφάσισε να κατασκευάσει δεύτερο μνημείο στα πλαίσια του δήθεν Μνημείου Γενοκτονίας του ποντιακού Ελληνισμού… η Ελλάδα ετοιμάζεται να προσθέσει ένα ακόμα νέο στοιχείο στις εντάσεις με την Τουρκία».
Καμία εντύπωση δεν προκαλεί η τουρκική στάση, καθώς ήδη από το 1994, όταν η Ελλάδα ανακήρυξε την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών κατήγγειλε ότι η απόφαση «σπιλώνει τη χώρα μας και τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ» και ότι οι λεγόμενοι ισχυρισμοί γενοκτονίας «δεν έχουν καμία ιστορική ή επιστημονική βάση» (Ministry of Foreign Affairs of the Republic of Turkey, 2007). Σε ανακοίνωση του 2013, η Άγκυρα έκανε λόγο για διαστρέβλωση της κοινής ελληνοτουρκικής ιστορίας κατά τις εκδηλώσεις της “λεγόμενης” Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας, καταδικάζοντας «αυτές τις αντιλήψεις… και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς που δηλητηριάζουν τη φιλία (λυκοφιλία) Τουρκίας-Ελλάδας» (Ministry of Foreign Affairs of the Republic of Turkey, 2013). Χαρακτηριστικά, εκπρόσωποι του τουρκικού σοβινιστικού λόγου έχουν χαρακτηρίσει τη Γενοκτονία των Ποντίων ως «ιστορικό ψεύδος» που δήθεν επιβάλλεται στην ελληνική κοινή γνώμη (Bodrum Haber Merkezi, 2022).
Η ρητορική αυτή ευθυγραμμίζεται με τις ευρύτερες στοχεύσεις της Άγκυρας: Η αναγνώριση της γενοκτονίας κατά των Ελλήνων του Πόντου ισοδυναμεί με αμφισβήτηση των ιδρυτικών μύθων της τουρκικής «δημοκρατίας» και με νομικές και ηθικές ευθύνες που θα μπορούσαν να ανοίξουν ζητήματα αποζημιώσεων ή «απολογίας». Γι’ αυτό, κάθε ελληνική πρωτοβουλία ανάμνησης ή μνημείο αντιμετωπίζεται ως «εχθρική ενέργεια» που υπονομεύει το «κλίμα καλής γειτονίας». Όροι όπως το “sözde” καθίστανται συστατικά μιας ευρύτερης συνταγής για μια στρατηγική άρνησης και αντιστροφή ευθύνης.
Ποντιακά μνημεία ως μηχανισμοί ιστορικής μνήμης
Τα μνημεία για τη Γενοκτονία των Ποντίων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, λειτουργούν πρωτίστως ως τόποι ιστορικής μνήμης, αποδίδοντας φόρο τιμής στους περίπου 353.000 Έλληνες του Πόντου που εξοντώθηκαν μεταξύ 1916-1923 (European Parliament, 2018), και υπενθυμίζουν στις σημερινές γενιές τις μαύρες αυτές σελίδες της ιστορίας. Αποτελώντας υλικούς φορείς συλλογικής μνήμης, τα μνημεία ενισχύουν τη συνείδηση σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα και ενσαρκώνουν τη δέσμευση «Ποτέ Ξανά» απέναντι σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Έτσι, μετατρέπονται σε σύμβολα διεκδίκησης μιας ιστορικής (έστω!) δικαίωσης.
Η ανάδειξη της Γενοκτονίας των Ποντίων ως εργαλείο ήπιας ισχύος
Γενικά, η ισχύς προσδιορίζεται από στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική δυνατότητα (Toledo 2005) καθορίζοντας έτσι την ικανότητα ενός κράτους να επηρεάζει άλλα κράτη, ώστε να επιφέρονται συμβατά με τα εθνικά του συμφέροντα αποτελέσματα. Η ήπια ισχύς, σύμφωνα με τον Joseph Nye, είναι η ικανότητα μιας χώρας να ελκύει και να πείθει, αντί να εξαναγκάζει. Δεν είναι δηλαδή καταναγκαστική, αλλά χρησιμοποιεί τον πολιτισμό, τις αξίες και τις πολιτικές για να επιφέρει την επιθυμητή αλλαγή.
Σύμφωνα με τη συστημική γεωπολιτική ανάλυση του καθηγητή Ιωάννη Μάζη, η διεθνής ισχύς είναι ένα πολυδιάστατο σύστημα που στηρίζεται σε τέσσερις αλληλένδετους πυλώνες: τον οικονομικό, τον στρατιωτικό, τον πολιτικό-διπλωματικό και τον πληροφοριακό-πολιτισμικό. Ο τέταρτος πυλώνας, της πληροφορίας και του πολιτισμού, θεωρείται καθοριστικός στη σύγχρονη εποχή, καθώς αφορά τη διαμόρφωση αντιλήψεων, την παραγωγή γνώσης και την επιρροή μέσω της πολιτιστικής ισχύος. Ο κ. Μάζης υπογραμμίζει ότι η πληροφορία και ο πολιτισμός, ως μέσα ήπιας ισχύος, είναι ικανά να κατευθύνουν τη σκέψη, τις αξίες και τις συμπεριφορές κρατών και κοινωνιών, επηρεάζοντας έτσι τη γεωπολιτική ισορροπία χωρίς την ανάγκη άμεσης χρήσης βίας.
Μετά την επίσημη αναγνώριση του 1994, ακολούθησε μια συστηματική προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος, με αποτέλεσμα να έχει αναγνωριστεί επίσημα η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από χώρες όπως η Κύπρος, η Αρμενία και η Σουηδία, από περιφέρειες όπως αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ (π.χ. Νέα Υόρκη, Τζώρτζια, Καλιφόρνια) και της Αυστραλίας, καθώς και από την Αυστρία και την Ολλανδία (Defence Redefined). Επίσης, σημαντική ήταν η απόφαση του 2007 της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS) να αναγνωρίσει τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου (μαζί με των Αρμενίων και Ασσυρίων) ως γενοκτονία, προσδίδοντας επιπρόσθετη βαρύτητα στο ζήτημα.
Για την Αθήνα, η αναγνώριση της γενοκτονίας δεν πρέπει να είναι μόνο ζήτημα εθνικής μνήμης, αλλά ένα μέσο ενάντια στη λήθη και την ατιμωρησία παγκοσμίως. Αυτό το πλαίσιο διευκολύνει τη συγκρότηση συμμαχιών, ιδίως με την αρμενική και ασσυριακή διασπορά που έχουν ανάλογα αιτήματα μνήμης, ενδυναμώνοντας τη θέση της Ελλάδας ως κράτους που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ιστορική αλήθεια.
Έτσι, η ανάδειξη της Γενοκτονίας των Ποντίων λειτουργεί και ως μέσο ήπιας ισχύος, διότι προβάλλει διεθνώς πολιτισμικά στοιχεία της Ελλάδας, όπως είναι ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο (αν και σπάνιος), η ανάληψη ηθικής ηγεσίας σε ζητήματα μνήμης (αν και ανύπαρκτη) και η διασπορά ως μια σημαντική δύναμη επιρροής.
Η ελληνική διασπορά και ιδιαίτερα οι οργανώσεις Ποντίων σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, έχει υπάρξει καταλύτης πίεσης σε κυβερνήσεις και θεσμούς. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, συλλογικότητες απογόνων προσφύγων από τον Πόντο άσκησαν πίεση στο ελληνικό κράτος να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, πετυχαίνοντας τελικά την ψήφιση του 2193/1994. Η περίπτωση της Σουηδίας (που αναγνώρισε τη γενοκτονία 2010) οφείλεται εν πολλοίς σε συντονισμένες ενέργειες Ελλήνων και Αρμενίων. Παρομοίως, σε πόλεις όπως η Τορόντο και η Οττάβα του Καναδά, οι δημοτικές αρχές ανακήρυξαν την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης, κατόπιν πρωτοβουλιών ελληνοκαναδών πολιτών. Αυτό καταδεικνύει πώς η ιστορική μνήμη μετατρέπεται σε εργαλείο διπλωματίας των διασπορών, ένα πεδίο όπου η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιεί τους δεσμούς με τις κοινότητές της στο εξωτερικό για να πετύχει ηθικούς και πολιτικούς στόχους.
Aνταγωνισμός στη μνήμη και την πολιτισμική διπλωματία
Τα ζητήματα ιστορικής μνήμης εντάσσονται σε έναν ευρύτερο ανταγωνισμό που δεν αφορά μόνο τα συμβατικά πεδία (π.χ. εδαφικές και θαλάσσιες διαφορές), αλλά το πεδίο της ταυτότητας και της ιστορίας.
Ενώ οι διαδοχικές γενοκτονίες που υπέστησαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αρμένιοι, Πόντιοι, Μικρασιάτες Έλληνες, Ασσύριοι) από το 1915 έως το 1923 αποτελούν ένα αδιάσειστο ιστορικό γεγονός, η Τουρκία χαρακτηρίζει την ίδια περίοδο ως έναν αγώνα ανεξαρτησίας της απέναντι σε εισβολείς και προδότες (!).
Για την τουρκική θεαματική φαντασία της ιστορίας, η δεκαετία του 1910-20 χαρακτηρίζεται από τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Έλληνες (και οι Αρμένιοι) κατά των μουσουλμανικών πληθυσμών. Ενδεικτικά, σε ανακοίνωσή του το τουρκικό ΥΠΕΞ ανέφερε ότι πρέπει να θυμηθούμε και τις ωμότητες που διέπραξε η Ελλάδα στην Ανατολία κατά τον Τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, παραπέμποντας μάλιστα στο άρθρο 59 της Συνθήκης της Λωζάννης όπου η Ελλάδα αναγνωρίζει υποχρέωση επανόρθωσης ζημιών στην Ανατολία (Ministry of Foreign Affairs of the Republic of Turkey, 2007). Πιο πρόσφατα, το τουρκικό Υπουργείο Άμυνας, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, δημοσίευσε προπαγανδιστικό βίντεο όπου ισχυριζόταν ότι «οι Έλληνες, αφού ηττήθηκαν, έκαψαν τη Σμύρνη πριν αποχωρήσουν» (Defence Redefined).
Αυτές οι αντιμαχόμενες μνήμες δεν είναι ακίνδυνες. Και αυτό γιατί διαμορφώνουν την πολιτισμική διπλωματία των δύο χωρών και επηρεάζουν τις αντιλήψεις τρίτων κρατών.
Τί θα μπορούσε να ενισχύσει την ελληνική στρατηγική;
Μια συνεκτική πολιτική διεθνούς διπλωματίας και ιστορίας είναι παραπάνω από απαραίτητη.
Ίδρυση Ερευνητικού Κέντρου Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής: Η δημιουργία ενός ερευνητικού κέντρου μελετών θα μπορούσε να προωθήσει διεπιστημονική μελέτη των γεγονότων και να τεκμηριώσει περαιτέρω την ιστορική αλήθεια, δημιουργώντας αξιόπιστες ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις που θα αντικρούουν την τουρκική προπαγάνδα.
Συνεργασία με τη Διασπορά και ψηφιακή καμπάνια: Η δύναμη των Ελλήνων της διασποράς δεν πρέπει να υποτιμάται. Ο συντονισμός των διεθνών ποντιακών σωματείων υπό την αιγίδα, για παράδειγμα, της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, θα μπορούσε να επιφέρει στοχευμένες καμπάνιες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε διάφορες γλώσσες για την ευαισθητοποιήση τη διεθνούς κοινής γνώμης (ιδίως της νέας γενιάς!) για τη Γενοκτονία των Ποντίων, αξιοποιώντας ψηφιακό υλικό, μαρτυρίες και ντοκιμαντέρ. Η δημιουργία ενός ψηφιακού αρχείου (με βίντεο, διαδραστικούς χάρτες, προφορικές ιστορίες απογόνων) θα μπορούσε να προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες, αντικρούοντας διαστρεβλώσεις.
Πολιτιστική διπλωματία και τέχνη: Η χρηματοδότηση και υποστήριξη πολιτιστικών έργων (όπως ταινίες, σειρές και μυθιστορήματα μεταφρασμένα σε ξένες γλώσσες) θα ενίσχυαν την πολιτισμική διάσταση της ισχύος, αναδεικνύοντας την πραγματική ιστορία των Ελλήνων του Πόντου. Η δύναμη της τέχνης μπορεί να αγγίξει κοινό πέρα από το ακαδημαϊκό, το πολιτκό ή το διπλωματικό. Για παράδειγμα, μια διεθνής ταινία ή μια έκθεση φωτογραφίας για τον Πόντο θα μπορούσε να περιοδεύσει σε μεγάλες πρωτεύουσες, υπό την αιγίδα ελληνικών πρεσβειών, συμβάλλοντας στη διάχυση της ιστορικής μνήμης.
Παρακολούθηση και αντίκρουση της τουρκικής προπαγάνδας: Η ελληνική πολιτεία, ενδεχομένως μέσω μιας υπηρεσίας στα Υπουργεία Εξωτερικών ή Παιδείας, θα μπορούσε να παρακολουθεί συστηματικά τις τουρκικές αναφορές στο θέμα (σε ΜΜΕ, λόγους αξιωματούχων, ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις) και να επεμβαίνει διορθωτικά στη διεθνή συζήτηση. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με απαντητικές επιστολές σε ξένα μέσα όταν αναπαράγουν ανακρίβειες, με συμμετοχή Ελλήνων ιστορικών σε διεθνή συνέδρια ή με επίσημες τοποθετήσεις σε οργανισμούς όπως το Συμβούλιο της ΕΕ όταν τίθεται θέμα ιστορικής μνήμης. Η μάχη της πληροφορίας είναι διαρκής και δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη καμία σοβαρή προσπάθεια παραποίησης.
Εσωτερική εκπαίδευση και μνήμη: μια ισχυρή διεθνής θέση θεμελιώνεται σε μια στιβαρή εσωτερική βάση. Η ελληνική κυβέρνηση και οι ακαδημαϊκοί φορείς πρέπει να διασφαλίσουν ότι η ιστορία της Γενοκτονίας των Ποντίων διδάσκεται επαρκώς στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, ενταγμένη σε ευρύτερο πλαίσιο (π.χ. μαζί με την ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής). Επιπλέον, οι εκδηλώσεις μνήμης εντός Ελλάδας πρέπει να συνεχίσουν να έχουν τον αξιοπρεπή, σοβαρό χαρακτήρα που αρμόζει, εκπέμποντας ενότητα και όχι κομματικές αντιπαραθέσεις. Μία κοινωνία καλά πληροφορημένη και ενωμένη γύρω από τη μνήμη της ιστορίας της μπορεί να αποτελέσει έναν από τους πιο αξιόπιστους φορείς ήπιας ισχύος.
Συμπεράσματα
Η γεωπολιτική διάσταση της ιστορικής μνήμης καθίσταται ολοένα και πιο εμφανής στην περίπτωση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Η χρήση όρων όπως “sözde” από τον τουρκικό λόγο καταδεικνύει έναν πόλεμο ορολογίας που αντανακλά βαθύτερες αρνήσεις και φόβους.
Αυτός ο «πόλεμος» εντάσσεται πλήρως στον τέταρτο πυλώνα της ισχύος, τον πληροφοριακό και πολιτισμικό, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στη θεωρία της του Ιωάννη Μάζη, καθώς πρόκειται για το πεδίο όπου οι αφηγήσεις, η ιστορική μνήμη και η πολιτιστική ταυτότητα μετατρέπονται σε στρατηγικά εργαλεία επιρροής. Η Τουρκία και η Ελλάδα, μέσα από τη διαχείριση της ιστορικής αφήγησης, επιδιώκουν να διαμορφώσουν αντιλήψεις, να ενισχύσουν τη διεθνή νομιμοποίησή τους και να κατοχυρώσουν το δικό τους πολιτισμικό αποτύπωμα.
Η Ελλάδα, έχοντας το δύσκολο αλλά δίκαιο έργο να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη των θυμάτων της, μπορεί να μετατρέψει αυτόν τον πόλεμο σε γέφυρα διεθνούς επικοινωνίας και επίγνωσης, αντί για χάσμα μίσους. Οι προτάσεις πολιτικής αποσκοπούν στο να ενισχύσουν την ελληνική θέση χωρίς περιττές προκλήσεις, αλλά με τεκμηρίωση. Εξάλλου, η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων δεν είναι μόνο θέμα ελληνικού εθνικού συμφέροντος, αλλά και πανανθρώπινο ζήτημα μνήμης και μάθησης. Η διεκδίκησή της, με τον σωστό τρόπο, συμβάλλει στη διεθνή προσπάθεια να μην επαναληφθούν τα εγκλήματα του παρελθόντος, και αυτό από μόνο του αποτελεί ενδεχομένως το πιο ισχυρό επιχείρημα ήπιας ισχύος που μπορεί να προβάλει η Ελλάδα στην παγκόσμια σκηνή.
Όσοι απαξιώνουν τη μνήμη της γενοκτονίας ή ακόμα χειρότερα μιλούν περί «γραφικότητας» αγνοούν ότι η ιστορία δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ούτε εργαλείο πολιτικής σκοπιμότητας. Η αποσιώπηση ή η διαστρέβλωσή της δεν οδηγεί σε συμφιλίωση, αλλά σε συλλογική λήθη, και η λήθη είναι ο πιο ύπουλος εχθρός ενός έθνους. Γιατί ένα έθνος που ντρέπεται να υπερασπιστεί την ιστορία του, παραιτείται από το δικαίωμα να έχει μέλλον.
Leave A Reply